Ήταν μία αγελάδα
που έφαγε μία ολόκληρη κοιλάδα.
Έφαγε πρόβατα, κατσίκια,
μα και μια δεκαριά ορτύκια.
Έφαγε κότες, πέρδικες, αρνιά
κάνοντάς τα όλα μια χαψιά.
Έφαγε κουνέλια, βοσκούς
καταπίνοντας πέντε λαγούς.
Το γρασίδι, τα δέντρα, όλους τους κάμπους
μα δεν άφησε ούτε τους θάμνους.
Όλα τα έφαγε στην κοιλάδα
αυτή η λαίμαργη αγελάδα.
Μα μια μέρα είδε από μακριά
έναν άντρα με γιακά.
Είχε έρθει να την πάρει,
στο σφαγείο του Μιχάλη.
«Αχ Θεούλη μου -μονολόγησε-
δεν το ήξερα αυτό
πως ήρθε η μέρα να σφαχτώ!
Τώρα δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά
γιατί είναι παντού ερημιά
και θα με κάνουν μια χαψιά!
Μα στάσου μια στιγμή…
Ίσως έχω μα ιδέα
για να ξεφύγω απ’τον σφαγέα».
Κι έτσι άνοιξε το στόμα της
Και βγήκανε τα πρόβατα, τα κατσίκια
Και τα δέκα, παχιά ορτύκια,
οι κότες, οι πέρδικες και τα αρνιά
που τα’χε κάνει μια χαψιά.
Τα κουνέλια, τους βοσκούς
και τους πέντε λαγούς,
το γρασίδι, τα δέντρα, τους κάμπους
και όλους τους θάμνους.
Κι έτσι σώθηκε
απ’τον σφαγέα
και κρύφτηκε πίσω απ’τα δέντρα.
Και είπε: «Από τώρα δεν την ξαναπατώ
θα τρώω μόνο ένα παγωτό»!
Από τη μαθήτρια Αγγελική Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου